- καψις
- κάψις-εως ἥ быстрое проглатывание
κάψει πίνειν Arst. — выпивать залпом
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κάψει πίνειν Arst. — выпивать залпом
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κάψις — (I) κάψις, ἡ (Α) καταβρόχθιση, χάψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κάψ (κάψ ω, μέλλ. τού κάπτω «καταπίνω, καταβροχθίζω») + κατάλ. ις (πρβλ. βάψ ις, ράψ ις)] … Dictionary of Greek
κάψη — κάψις gulping fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάψης — κάψις gulping fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάψιν — κάψις gulping fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάψει — κάπτω gulp down aor subj act 3rd sg (epic) κάπτω gulp down fut ind mid 2nd sg κάπτω gulp down fut ind act 3rd sg κάψις gulping fem nom/voc/acc dual (attic epic) κάψεϊ , κάψις gulping fem dat sg (epic) κάψις gulping fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάψη — η (Μ κάψις) ζέστη, κάψα μσν. βάσανο, στενοχώρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καῦ σις (ἔκαυ σα: ἔκαψα)] … Dictionary of Greek
καψίδα — η φλόγωση τών ματιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάψις + κατάλ. ίδα (< ίς, ίδος), πρβλ. βλεφαρ ίδα, κασ ίδα] … Dictionary of Greek
καψίδι — και καψίδιασμα, το νοσηρή φλόγωση τών ματιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάψις + κατάλ. ίδι (< ίδιον), πρβλ. κοψ ίδι, ξεφτ ίδι. Το καψίδιασμα < καψιδιάζω] … Dictionary of Greek